- κονιακοποιός
- οαυτός που παρασκευάζει κονιάκ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κονιάκ + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αμαξο-ποιός, ζυθο-ποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κονιακοποιός — ο αυτός που παρασκευάζει κονιάκ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κονιακοποιία — η βιομηχανία παραγωγής κονιάκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιακοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κονιακοποιείο — το εργοστάσιο παραγωγής κονιάκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιακοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek